δεματικό

δεματικό
το
1. καλαμόσκοινο από σπάρτο ή βρίζα με το οποίο δένονται τα δεμάτια.
2. μάτσο από εδώδιμα χορταρικά: Θα αγοράσω και ένα δεματικό άνηθο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεματικό — το (Μ δεματικόν) [δέμα] σκοινί, ταινία ή λεπτός κορμός σπάρτου, βρίζας κ.λπ. με τα οποία δένουμε κάτι νεοελλ. δέσμη, δεμάτι κηπευτικού χόρτου («δύο δεματικά μαϊντανό») …   Dictionary of Greek

  • καλαμόσχοινο — το σχοινί με το οποίο δένονται τα δράγματα, δηλ. τα δεμάτια τών σταχιών, το δεματικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”