- δεματικό
- το1. καλαμόσκοινο από σπάρτο ή βρίζα με το οποίο δένονται τα δεμάτια.2. μάτσο από εδώδιμα χορταρικά: Θα αγοράσω και ένα δεματικό άνηθο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.